αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
αλληλοπροδίδομαι — ή δίνομαι προδίνομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προδίδω ή προδίνω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
διφορώ — ( έω και άω) (AM διφορῶ, έω) 1. (για φυτά) καρποφορώ δύο φορές τον χρόνο 2. παθ. γράφομαι, προφέρομαι ή παρουσιάζομαι με δύο διαφορετικούς τρόπους νεοελλ. (η μτχ. ενεστ.) διφορούμενος αυτός που μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους, δίσημος, ασαφής … Dictionary of Greek
δύνομαι — και δίνουμαι (Μ δίνομαι και δίνουμαι) 1. δύναμαι* 2. (για βάρος) αντέχω, μπορώ να κρατήσω 3. είμαι σε θέση να πετύχω κάτι μσν. 1. έχω το δικαίωμα ή την εξουσία 2. προλαβαίνω 3. τολμώ 4. υποφέρω, υπομένω, ανέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος… … Dictionary of Greek
εκγαμίσκομαι — ἐκγαμίσκομαι και ίζομαι (Α) δίνομαι σε γάμο … Dictionary of Greek
ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο … Dictionary of Greek
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek